- ἀλίαστον
- ἀλίαστοςnot to be turned asidemasc/fem acc sgἀλίαστοςnot to be turned asideneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλίαστος — ἀλίαστος, ον (Α) [λιάζομαι] 1. άκαμπτος, αλύγιστος, αμετάτρεπτος 2. ακατάπαυστος, ασταμάτητος, σφοδρός 3. (για πρόσωπα) άφοβος, ατρόμητος, ακατάβλητος 4. μεγάλος, πολύς 5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀλίαστον ακατάπαυστα … Dictionary of Greek